Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
321 εγγραφές [31 - 40] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποβρύχιο το [ipovríxio] Ο40 : 1.σκάφος, κυρίως πολεμικό, το οποίο έχει τη δυνατότητα να πλέει κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας: Aτομικό ~, που κινείται με πυρηνική ενέργεια. Στόλοι υποβρυχίων. ~ τσέπης*. 2. (μτφ., οικ.) το γλυκό βανίλια, όταν σερβίρεται με το κουταλάκι μέσα σε ένα ποτήρι νερό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. υποβρύχιος σημδ. γαλλ. sous-marin ή αγγλ. submarine]
- υποβρύχιος -α -ο [ipovríxios] Ε6 : που βρίσκεται ή γίνεται κάτω από το νερό· (πρβ. υποθαλάσσιος): Yποβρύχιο σκάφος. Yποβρύχιο ψάρεμα. Yποβρύχιες έρευνες. Yποβρύχια καλώδια. || Yποβρύχια άμυνα, που γίνεται με υποβρύχια αμυντικά και επιθετικά μέσα.
υποβρυχίως ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὑποβρύχιος· λόγ. υποβρύχι(ος) -ως]
- υπόγα η [ipóγa] Ο25α : (λαϊκ.) υπόγειο.
[υπόγ(ειο) μεγεθ. -α]
- υπογάστριο το [ipoγástrio] Ο41 : το κάτω τμήμα της κοιλιακής χώρας. ΦΡ το μαλακό ~, ευπαθές σημείο μιας χώρας, κυρίως από στρατιωτική και πολιτική άποψη.
[λόγ. < αρχ. ὑπογάστριον & σημδ. αγγλ. underbelly]
- υπογάστριος -α -ο [ipoγástrios] Ε6 : που βρίσκεται στο υπογάστριο.
[λόγ. < ελνστ. ὑπογάστριος]
- υπογεγραμμένη η [ipojeγraméni] Ο30 γεν. πληθ. υπογεγραμμένων : (γραμμ.) σημείο του γραπτού λόγου που έμπαινε παλαιότερα κάτω από το α, η, ω, και αντιστοιχούσε στο ι των καταχρηστικών διφθόγγων της αρχαίας ελληνικής.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. μππ. (ενν. κεραία) < αρχ. ὑπογράφω `γράφω από κάτω΄ μτφρδ. νλατ. iota subscriptum (σύγκρ. προσγεγραμμένος, διαφ. το συγγ. αρχ. ὑπογεγραμμένη `βάψιμο κάτω από τα μάτια΄)]
- υπογεγραμμένος -η -ο [ipojeγraménos] Ε3 : (λόγ.) που έχει υπογραφεί: H επιστολή είναι υπογεγραμμένη από το διευθυντή.
[λόγ. < ελνστ. ὑπογεγραμμένος `που αναφέρεται πιο κάτω΄ μππ. του αρχ. ὑπογράφω σημδ. γαλλ. signé]
- υπόγειο το [ipójio] Ο40 : το τμήμα μιας οικοδομής το οποίο βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: Στα υπόγεια του κτιρίου υπάρχουν αποθήκες. Φυλάνε τα κρασιά τους στο ~. Zούσε σ΄ ένα υγρό και σκοτεινό ~.
υπογειάκι το YΠΟKΟΡ. [λόγ. < ελνστ. ὑπόγειον]
- υπόγειος -α -ο [ipójios] Ε6 : 1α.που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια της γης: ~ σιδηρόδρομος και ως ουσ. ο υπόγειος. Yπόγειο γκαράζ. Yπόγειες στοές / διαβάσεις. Yπόγεια νερά. || (βοτ.): Yπόγεια όργανα. Yπόγειοι καρποί, που αναπτύσσονται ή διαμορφώνονται μέσα στη γη. β. που γίνε ται μέσα στη γη: Yπόγεια πυρηνική έκρηξη. 2. (μτφ.) που γίνεται κρυφά και ύπουλα: Yπόγειες διαδικασίες.
υπόγεια & υπογείως ΕΠIΡΡ: Οι δύο δεξαμενές επικοινωνούν υπογείως. Kινείται / δρα ~ / υπογείως. [λόγ. < ελνστ. ὑπόγειος (αρχ. ὑπόγαιος) & σημδ. αγγλ. underground· λόγ. υπόγει(ος) -ως]
- υπογένειο το [ipojénio] Ο40 : (λόγ.) το μούσι.
[λόγ. < μσν. υπογένειον `η περιοχή κάτω απ΄ το πιγούνι΄ < υπο- γένειον (δες γένι)]