Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπό
321 εγγραφές [101 - 110]
υπόθετο το [ipóθeto] Ο41 : στερεό φαρμακευτικό σκεύασμα, κυλινδρικό ή κωνικό, το οποίο εισάγεται στον οργανισμό μέσο του πρωκτού ή, σε άλλες περιπτώσεις, μέσο του κόλπου των γυναικών.

[λόγ. < αρχ. ὑπόθετον]

υποθέτω [ipoθéto] υποτίθεμαι [ipotíθeme] Ρ αόρ. υπέθεσα, απαρέμφ. υποθέσει, παθ. υποτίθεμαι, υποτίθεσαι, υποτίθεται, υποτιθέμεθα, υποτίθεσθε, υποτίθενται, αόρ. υποτέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπετέθη, υπετέθησαν, απαρέμφ. υποτεθεί : 1α.θεωρώ κτ. ως δεδομένο, δέχομαι κτ. ως αληθινό, προκειμένου να οδηγηθώ στην εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος: Aς υποθέσουμε ότι θα δεχτεί την πρόταση που του γίνεται. Aς υποτεθεί ότι θα εκλεγεί πρόεδρος. β. θεωρώ κτ. ως πιθανό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό επαρκή στοιχεία: Δε σε είδα χτες και υπέθεσα ότι είσαι άρρωστος. ~ ότι δε θα αργήσει. Mπορείς να υποθέσεις ποιος είναι ο αποστολέας. Tι να υποθέσουμε τώρα; Yποτίθεται ότι οι δολοφόνοι ήταν τρεις. Ποιοι υποτίθεται ότι είναι οι δράστες του εγκλήματος; Ξέρεις τι μου συμβαίνει, ~. 2. (παθ., στο γ' πρόσ.) για να δηλώσουμε την αμφιβολία μας για κτ. που παρουσιάζεται ως βεβαιότητα ή ως γεγονός: Yποτίθεται ότι θα έρθει να με βοηθήσει. Yποτίθεται ότι είναι καλός γιατρός. Δεν υποτίθεται τίποτε, αρνητικά σε κπ. που κάνει συνεχώς υποθέσεις ή θεωρεί κτ. δεδομένο.

[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· 1β: & σημδ. γαλλ. supposer· 2: σημδ. αγγλ. it is supposed]

υποθήκευση η [ipoθíkefsi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του υποθηκεύω.

[λόγ. υποθηκεύ(ω) -σις > -ση]

υποθηκεύσιμος -η -ο [ipoθikéfsimos] Ε5 : για περιουσιακό στοιχείο που μπορεί να υποθηκευτεί.

[λόγ. υποθηκεύ(ω) -σιμος]

υποθηκεύω [ipoθiévo] -ομαι Ρ5.1 : βάζω υποθήκη: Έχει υποθηκεύσει το σπίτι του. Όλα τα κτήματα είναι υποθηκευμένα. || (μτφ.): Δε θα υποθηκεύσουμε το μέλλον της πατρίδας, δε θα κάνουμε κτ. που θα έχει αργότερα αρνητικές συνέπειες.

[λόγ. υποθήκ(η) -εύω μτφρδ. γαλλ. hypo théquer < hypothèque ὑποθήκη]

υποθήκη η [ipoθíki] Ο30 : 1.δικαίωμα το οποίο αποκτά ο δανειστής επάνω στην ακίνητη περιουσία του οφειλέτη, ως ασφάλεια για την εξασφάλιση των χρημάτων του, χωρίς ο τελευταίος να χάνει την κυριότητα των κτημάτων του: Bάζω ~, υποθηκεύω. Εγγραφή πρώτης / δεύτερης υποθήκης. || (μτφ.): Aυτό αποτελεί ~ για το μέλλον, για κτ. το οποίο προετοιμάζω και του οποίου τα θετικά ή αρνητικά αποτελέσματα θα φανούν στο μέλλον. 2. συμβουλή, προτροπή, ηθική επιταγή: Πολιτικές υποθήκες.

[λόγ. < αρχ. ὑποθήκη]

υποθηκοφύλακας ο [ipoθikofílakas] Ο5 : δημόσιος υπάλληλος υποθηκοφυλακείου, υπεύθυνος για την τήρηση των βιβλίων των υποθηκών.

[λόγ. υποθήκ(η) -ο- + φύλ(αξ) -ακας μτφρδ. γαλλ. conservateur des hypo thèques (ὑποθήκη)]

υποθηκοφυλακείο το [ipoθikofilakío] Ο39 : δημόσια υπηρεσία όπου φυλάσσονται τα βιβλία των υποθηκών και των μεταγραφών.

[λόγ. υποθηκοφυλακ- (δες υποθηκοφύλακας) -είον]

υποθυρεοειδισμός ο [ipoθireoiδizmós] Ο17 : (ιατρ.) πάθηση που οφείλεται σε υπολειτουργία του θυρεοειδή.

[λόγ. υπο- θυρεοειδ(ής) -ισμός μτφρδ. γαλλ. hypothyroïdie]

υποκαθιστώ [ipokaθistó] -αμαι Ρ αόρ. υποκατέστησα, απαρέμφ. υποκαταστήσει, παθ. αόρ. υποκαταστάθηκα, απαρέμφ. υποκατασταθεί : παίρ νω τη θέση κάποιου άλλου για να παίξω το δικό του ρόλο: Kανένας δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη μητέρα. || αντικαθιστώ: ~ το βούτυρο με μαργα ρίνη.

[λόγ. < ελνστ. ὑποκαθίστημι μεταπλ. κατά το καθίστημι > καθιστώ]

< Προηγούμενο   1... 9 10 [11] 12 13 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες