Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπό
321 εγγραφές [1 - 10]
υπανάπτυκτος -η -ο [ipanáptiktos] & υποανάπτυκτος -η -ο [ipoanápti ktos] Ε5 : 1.που έχει χαμηλό επίπεδο και ρυθμό ανάπτυξης: Yπανάπτυκτη οικονομία. Οι υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες του τρίτου κόσμου. || (προφ.) που δεν έχει κοινωνική αγωγή, ο απολίτιστος. 2. (βιολ.) για όργανα που δεν έχουν αναπτυχθεί.

[λόγ. υπ(ο)-, υπο- + αναπτυκ- (αναπτύσσω) -τος μτφρδ. αγγλ. underdeveloped]

υπανάπτυξη η [ipanáptiksi] & υποανάπτυξη η [ipoanáptiksi] Ο33 : φαινόμενο χαρακτηριστικό των χωρών του λεγόμενου τρίτου κόσμου, του οποίου κύρια στοιχεία είναι μεταξύ άλλων το πολύ χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, η περιορισμένη βιομηχανία, η ανεπαρκής αξιοποίηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο.

[λόγ. υπ(ο)-, υπο- + ανάπτυξις (-σις > -ση) μτφρδ. αγγλ. underdevelopment]

υπό [ipó] πρόθ.· συχνά παθαίνει έκθλιψη πριν από φωνήεν : (βλ. και υπο-). I. (λόγ.) συνήθ. σε στερεότυπες εκφράσεις, πάντα με αιτιατική, με τη σημασία του κάτω από: ~ το μηδέν. ~ σκιά(ν). || κάτω από την εξουσία ή την προστασία κάποιου: ~ την αρχηγία / την προστασία / την αιγίδα / την επίβλεψη / υπ΄ ευθύνη κτλ. και γενική προσώπου ή γενική κτητικής αντωνυμίας. || αναγκασμό· κάτω από: ~ το κράτος* της εξουσίας / της βίας κτλ. || κατάσταση: ~ σκέψη* / παραίτηση* / κράτηση* / περιορισμό*.~ τα όπλα*. ~ μάλης*. ~ την επήρεια*. ΦΡ είμαι υπ΄ ατμόν*. || προϋπόθεση: ~ αίρεση*. ~ την αίρεση*. ~ τον όρο, με τον όρο. II. (προφ.) ως επιρρηματικό κατηγορούμενο, συνήθ. με τα ρήματα είμαι, γίνομαι κτλ., με τη σημασία του είμαι κατώτερος ή βρίσκομαι κάτω από την εξουσία κάποιου: Mια ζωή ήταν / τον είχες ~. || υποχώρηση: Γίνομαι / πέφτω ~.

[λόγ. < αρχ. πρόθ. ὑπό]

υπο- 1 [ipo] & υπ- [ip] ή υφ- [if], κυρίως σε παλαιότερη παραγωγή πριν από φωνήεν ή δασυνόμενο φωνήεν αντίστοιχα & υπό- [ipó] ή ύπ- [íp] ή ύφ- [íf], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : πρόθημα το οποίο συνήθ. δηλώνει: I1. αυτό που βρίσκεται κάτω από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπέδαφος, υπόβαθρο, υποπόδιο. ANT επι-: υπόστρωμα. ANT υπερ-: υπόγειος. || (ανατ.) υπογάστριο, υποθάλαμος. 2. το πρόσωπο που βρίσκεται κάτω από την εξουσία, επιρροή κτλ. κάποιου, καθώς και την εκτέλεση της ανάλογης πράξης: υπόδουλος· υποδουλώνω, υποτάσσω· υπόκειμαι· υποδουλωμένος, υποταγμένος. 3. το πρόσωπο που βρίσκεται βαθμολογικά ή επαγγελματικά σε υποδεέστερη θέση από αυτή που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υπαρχηγός, υποδιευθυντής, υποκόμης, υπομοίραρχος, υποστράτηγος, υφυπουργός. || σε αφηρημένα ουσιαστικά παράγωγα συνήθ. με το επίθημα -ία 1 που δηλώνουν την άσκηση του αντίστοιχου επαγγέλματος: υπαρχηγία, υφυπουργία· υποδιεύθυνση. IIα. (σε ρήματα) δηλώνει ότι γίνεται λίγο, κρυφά, παράνομα, με δυσκολία κτλ. η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: υποδηλώνω, υποκινώ, υπομει διώ, υποκίνηση, υποκλοπή. β. με επαναληπτική σημασία: υπενοικιάζω, υπενοικίαση. III. με υποκοριστική λειτουργία, δηλώνει ότι: 1. (σε ρήματα) γίνεται σε μικρό βαθμό, ανεπαρκώς η ενέργεια που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υποαπασχολούμαι, υπολειτουργώ, υποσιτίζομαι. 2. (σε ουσιαστικά): α. για να δηλώσει μικρότερη υποδιαίρεση αυτού που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υποκατάστημα, υποσταθμός, υποσύνολο. || για κτ. πολύ μικρό, λεπτομερειακό και τελικά επουσιώδες: υπολεπτομέρεια, υποσημασία. β. (με ουσ. που δηλώνει ιδιότητα) για να δηλώσει ότι απουσιάζουν τα κύρια χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη. ANT υπερ-: υπάνθρωπος, υπόκοσμος. γ. (ιατρ.) χαρακτηρίζει τις μικρότερες από τις φυσιολογικές τιμές που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπογλυκαιμία, υποθερμία· υπόταση. ANT υπερ-. || (ανατ.) ατροφική διάπλαση: υποπλασία. 3. (σε επίθετα) δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε μικρό βαθμό τα χαρακτηριστικά που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: υπόλευκος, υπόξινος, υφάλμυρος. IV. σε πολλές λέξεις δεν είναι εμφανής η σημασία του: υπουργός, ύφεση, ύποπτος, υποψία, υπηρέτης.

[λόγ. < αρχ. ὑπ(ο)- < πρόθ. ὑπό `κάτω από, επικάλυ ψη, κατώτερος, λιγάκι΄ ως α' συνθ.: αρχ. ὑπο-γάστριον, ὑπο-στράτηγος `βοηθός του στρατηγού΄, ὑπό-λευκος & διεθ. hypo- < λατ. hypo- < αρχ. ὑπο-: υπο-γλυκαιμία < γαλλ. hypoglycémie, υπο-θάλαμος < νλατ. ή αγγλ. hypothalamus `μέρος του εγκεφάλου κάτω από το θάλαμο΄ & μτφρδ.: υφ-υπουργός, υπο-κόμης < γαλλ. sousministre, vicomte, υπό-κοσμος < αγγλ. underworld, υπ-άνθρωπος < γερμ. Untermensch· λόγ. < αρχ. ὑφ- < ὑπ(ο)- πριν από το σύμφ. [h] (δες δασεία): αρχ. ὑφ-έρπω, ελνστ. ὑφ-άλμυρος]

υπο- 2 : (χημ.) πρόθημα σε χημικές ενώσεις για να δηλώσει συνήθ. τη μικρό τερη αναλογία της σε οξυγόνο σε σχέση με άλλες ενώσεις που σχηματίζο νται από τα ίδια χημικά στοιχεία: υποχλωριώδης, υποφωσφορικός.

[λόγ. < γαλλ. hypo- < αρχ. ὑπο-: υπο-φωσφορικός < γαλλ. hypophosphoreux]

υποαλλεργικός -ή -ό [ipoalerjikós] Ε1 : για παρασκεύασμα που περιέχει ουσίες οι οποίες έχουν ελάχιστες πιθανότητες να προκαλέσουν αλλεργικά φαινόμενα.

[λόγ. υπο- αλλεργικός μτφρδ. αγγλ. hypoallergenic (hypo- = υπο-)]

υποαπασχόληση η [ipoapasxólisi] Ο33 : (οικον.) περιορισμένη εκμετάλλευση των συντελεστών παραγωγής (κεφαλαίου, εξοπλισμού, εργασίας, εδάφους): ~ του κλάδου. ~ εργασίας, όταν υπάρχει δυσαναλογία μεταξύ ενεργού πληθυσμού και ευκαιριών εργασίας. || H ~ πλήττει πολλούς νέους επιστήμονες, δεν απασχολούνται όλο τον παραγωγικό τους χρόνο.

[λόγ. υπο- απασχόλη(σις) -ση μτφρδ. αγγλ. underemployment]

υποαπασχολούμαι [ipoapasxolúme] Ρ10.9β : για εργαζόμενο που δεν έχει τακτική ή πλήρη απασχόληση.

[λόγ. υποαπασχόλ(ησις) -ούμαι κατά το σχ.: απασχόλησις - απασχολούμαι]

υποατομικός -ή -ό [ipoatomikós] Ε1 : (φυσ.) υποατομικά σωματίδια, καθένα από τα συστατικά του ατόμου 2I (πρωτόνιο, νετρόνιο, ηλεκτρόνιο κτλ.).

[λόγ. υπο- ατομικός2 μτφρδ. αγγλ. subatomic (atomic = ατομικός 2)]

υποβαθμίζω [ipovaθmízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.κατεβάζω, ρίχνω το ποιοτικό επίπεδο. ANT αναβαθμίζω: Yποβαθμισμένη περιοχή. Yποβαθμίζεται καθημερινά η πολιτική ζωή του τόπου / το φυσικό περιβάλλον των πόλεων. 2. παρουσιάζω κτ. με τέτοιον τρόπο, ώστε να φανεί ότι το θεωρώ λιγότερο σημαντικό από ό,τι είναι στην πραγματικότητα: Yποβαθμίστηκε η σημασία της συνόδου. Mην υποβαθμίζεις το θέμα.

[λόγ. υπο- βαθμ(ός) -ίζω μτφρδ. αγγλ. downgrade]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...33   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες