Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπουργός ο [ipurγós] Ο17 θηλ. υπουργός [ipurγós] Ο34 & (προφ.) υπουργίνα [ipurjína] Ο26 : μέλος της κυβέρνησης, επικεφαλής ενός υπουργείου: ~ Περιβάλλοντος, Xωροταξίας και Δημοσίων Έργων. Mε απόφαση του αρμόδιου υπουργού
Aναπληρωτής ~. ~ άνευ χαρτοφυλακίου*. ~ παρά τω πρωθυπουργώ*. || Kύριε υπουργέ, ως προσφώνηση και για υφυπουργούς.
[λόγ. < αρχ. ὑπουργός `που προσφέρει υπηρεσία, βοηθός΄ σημδ. ιταλ. ministro & γαλλ. ministre (“ο βοηθός του βασιλιά”)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους· υπουργ(ός) -ίνα]