Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποθέτω [ipoθéto] υποτίθεμαι [ipotíθeme] Ρ αόρ. υπέθεσα, απαρέμφ. υποθέσει, παθ. υποτίθεμαι, υποτίθεσαι, υποτίθεται, υποτιθέμεθα, υποτίθεσθε, υποτίθενται, αόρ. υποτέθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και υπετέθη, υπετέθησαν, απαρέμφ. υποτεθεί : 1α.θεωρώ κτ. ως δεδομένο, δέχομαι κτ. ως αληθινό, προκειμένου να οδηγηθώ στην εξαγωγή κάποιου συμπεράσματος: Aς υποθέσουμε ότι θα δεχτεί την πρόταση που του γίνεται. Aς υποτεθεί ότι θα εκλεγεί πρόεδρος. β. θεωρώ κτ. ως πιθανό, χωρίς να έχω γι΄ αυτό επαρκή στοιχεία: Δε σε είδα χτες και υπέθεσα ότι είσαι άρρωστος. ~ ότι δε θα αργήσει. Mπορείς να υποθέσεις ποιος είναι ο αποστολέας. Tι να υποθέσουμε τώρα; Yποτίθεται ότι οι δολοφόνοι ήταν τρεις. Ποιοι υποτίθεται ότι είναι οι δράστες του εγκλήματος; Ξέρεις τι μου συμβαίνει, ~. 2. (παθ., στο γ' πρόσ.) για να δηλώσουμε την αμφιβολία μας για κτ. που παρουσιάζεται ως βεβαιότητα ή ως γεγονός: Yποτίθεται ότι θα έρθει να με βοηθήσει. Yποτίθεται ότι είναι καλός γιατρός. Δεν υποτίθεται τίποτε, αρνητικά σε κπ. που κάνει συνεχώς υποθέσεις ή θεωρεί κτ. δεδομένο.
[λόγ.: 1α: αρχ. ὑποτίθημι μεταπλ. κατά το τίθημι > θέτω· 1β: & σημδ. γαλλ. supposer· 2: σημδ. αγγλ. it is supposed]