Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υποζύγιο το [ipozíjiο] Ο40 : ζώο (γαϊδούρι, μουλάρι κτλ.) το οποίο χρησιμοποιείται για τη μεταφορά φορτίων ή για την έλξη οχημάτων· φορτηγό ζώο: Φορτώθηκα σαν ~.
[λόγ. < αρχ. ὑποζύγιον]