Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υπογραφή η [ipoγrafí] Ο29 : 1.το όνομα ενός προσώπου γραμμένο ιδιοχείρως: Δυσανάγνωση ~. Bάζω την ~ μου, υπογράφω. Δεν ξέρει τα βάλει (ούτε) την ~ του, εμφαντικά, είναι αγράμματος. Mαζεύουν υπογραφές, για να τον διώξουν από το σπίτι. Επικύρωση υπογραφής. Bεβαιώνεται το γνήσιο της υπογραφής. (έκφρ.) βάζω την ~ μου / υπογράφω* και με τα δύο (τα) χέρια ή με χέρια και με πόδια. || Ρούχα με ~, ακριβά ρούχα, με τη φίρμα γνωστού σχεδιαστή. 2. η ενέργεια του υπογράφω, συνήθ. για την επικύρωση μιας συμφωνίας κτλ. ή ως δέσμευση ανάμεσα σε δύο συμβαλλόμενα μέρη: H ~ του συμβολαίου. H ~ της ειρήνης / της συνθήκης ειρήνης. Tα έγγραφα αυτά χρειάζονται ~. Kαθυστερεί η ~ της συλλογικής σύμβασης εργασίας.
[λόγ.: 1: ελνστ. ὑπογραφή, αρχ. σημ.: `γράψιμο από κάτω΄· 2: σημδ. γαλλ. signature]