Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: υπεραισθητό
1 εγγραφή
υπεραισθητός -ή -ό [iperesθitós] Ε1 : που δεν είναι προσιτός στις αισθήσεις, που βρίσκεται πέρα από τον αισθητό κόσμο.

[λόγ. υπερ- + αισθητός μτφρδ. γαλλ. suprasensible]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες