Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- υδροκεφαλία η [iδrokefalía] Ο25 : πάθηση που οφείλεται στη συσσώρευση μεγάλων ποσοτήτων εγκεφαλονωτιαίου υγρού στην κρανιακή κοιλότητα.
[λόγ. < γαλλ. hydrocéphalie < hydrocéphal(e) < ελνστ. ὑδροκέφαλ(ον πάθος) -ie = -ία]