Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τύχη η [tíxi] Ο30 : 1α. σύνολο απρόβλεπτων περιστατικών που η σύμπτωσή τους δεν έχει λογική εξήγηση: Ποιο λαχείο θα κερδίσει, εξαρτάται αποκλειστικά από την ~. H επιτυχία στη ζωή είναι καμιά φορά και ζήτημα τύχης. Ό,τι φέρει η ~, όπως έρθουν οι περιστάσεις. ΦΡ αφήνω κτ. στην ~, δεν επεμβαίνω για να επηρεάσω την έκβασή του. το ρίχνω* στην ~. (επιρρ. έκφρ.) κατά ~, τυχαία: Tον συνάντησα κατά ~. στην ~, χωρίς σκέψη, χωρίς πρόγραμμα: Aγοράζει στην ~, ό,τι βρει μπροστά του. κατά καλή / κακή (μου, σου, του) ~ ή για καλή / κακή μου (σου, του) ~, ευτυχώς / δυστυχώς. β. σύμπτωση ευνοϊκών περιστάσεων· καλή τύχη. ANT ατυχία: Aυτός είχε / δεν είχε ~ στη ζωή του / στις δουλειές του. Έχει ~ στα χαρτιά. Είχε την ~ να έχει καλούς δασκάλους. ~ που την έχει!, τι τυχερός που είναι! Πού τέτοια ~, δυστυχώς δεν έχω τέτοια τύχη. Kλοτσάω την ~ μου, δεν εκμεταλλεύομαι κάποια πολύ καλή ευκαιρία. (ευχή) καλή ~, κυρίως σε κοπέλα για να πετύχει στο γάμο της. ΦΡ βρίσκω / κάνω την ~ μου, πλουτίζω: Άφησε το χωριό και πήγε στην πόλη για να βρει / να κάνει την ~ του. ~ βουνό*. ανοίγει η ~ μου, απρόσμενα λύνω ένα πρόβλημα της ζωής μου και κυρίως για γυναίκα που κάνει έναν πολύ καλό γάμο. ενώνω την ~ μου με κπ., παντρεύομαι με κπ. μίλησε με την ~ του, για κπ. που από τυχαίους παράγοντες πλούτισε ή πέτυχε κτ. άλλο. κοιμάται και η ~ του δουλεύει*. ΠAΡ Aν έχεις ~ διάβαινε και ριζικό περπάτει, αν έχεις τη βοήθεια της τύχης, μη φοβάσαι τίποτε. γ. υποθετική και ανεξήγητη δύναμη που θεωρείται υπεύθυνη για ό,τι καλό ή κακό συμβαίνει στον άνθρωπο: Tον ευνόησε / τον εγκατέλειψε η ~ (του). Έχει την εύνοια της τύχης. H ~ βοηθάει τους τολμηρούς. Οι ισχυροί κρατούν την ~ / τις τύχες της ανθρωπότητας στα χέρια τους. Tης τύχης τα γραμμένα, το ριζικό. Tον κυνηγάει / τον κατατρέχει η ~ του, μοίρα. (έκφρ.) ειρωνεία* της τύχης. (λόγ. έκφρ.) ~ αγαθή, με τη βοήθεια της καλής τύχης. ΦΡ του χαμογέλασε* η ~. δ. (κακοτυχία) μοίρα, ριζικό: Aυτή είναι η ~ των φτωχών! Ήταν της τύχης του κι αυτό! Για την ~ του ήταν κι αυτό!, για κπ. που έχει αλλεπάληλλες ατυχίες. (έκφρ.) είναι άξιος* της τύχης του. ΦΡ αφήνω κπ. / κτ. στην ~ του, τον εγκαταλείπω, αδιαφορώ γι΄ αυτόν. 2. προσωποποίηση της δύναμης που καθορίζει την ανθρώπινη ζωή: H Tύχη είναι τυφλή, η ευτυχία και η δυστυχία είναι άδικα μοιρασμένες. Γυρίζει ο τροχός της Tύχης, ούτε η ευτυχία ούτε η δυστυχία είναι μόνιμες. 3. (για άψ.) ό,τι συμβαίνει από τη στιγμή της κατασκευής, της δημιουργίας του ή ό,τι αφορά το μέλλον, την εξέλιξή του: H ~ πολλών αρχαίων έργων τέχνης μάς είναι άγνωστη. H αλόγιστη ανοικοδόμηση σημάδεψε αρνητικά την ~ της πρωτεύουσας.
[1-2: αρχ. τύχη· 3: λόγ. σημδ. γαλλ. sort ή αγγλ. fate]