Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυρβάζω [tirvázo] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : μόνο στην έκφραση μεριμνά και τυρβάζει περί πολλά, για κπ. που ασχολείται με πολλά συγχρόνως και παραμελεί το κύριο έργο του.
[λόγ. < αρχ. τυρβάζω (η φρ. από την Κ.Δ.: Mάρθα, Mάρθα, μεριμνᾷς καί τυρβάζFη περί πολλά)]
- τύρβη η [tírvi] Ο30 : (λόγ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργεί ένα πλήθος ανθρώπων που βρίσκεται συνεχώς σε κίνηση: Θέλει να ζήσει μακριά από την ~ της πόλης.
[λόγ. < αρχ. τύρβη]