Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τυπώνω [tipóno] -ομαι Ρ1 : 1α. μεταφέρω επάνω σε χαρτί γραφικά σύμβολα ή εικόνες χρησιμοποιώντας μία από τις τυπογραφικές μεθόδους· εκτυπώνω: ~ ένα βιβλίο σε χαρτί πολυτελείας. Tο βιβλίο στοιχειοθετήθηκε και τυπώθηκε στο τάδε τυπογραφείο σε χίλια αντίτυπα. Πόσα φύλλα τυπώνει αυτή η εφημερίδα; || (επέκτ.) εκδίδω: Tύπωσε μια νέα συλλογή διηγημάτων του. β. (ηλεκτρον.) τυπωμένο κύκλωμα*. 2. (μτφ.) διατηρώ κτ. καλά στη μνήμη μου· αποτυπώνω: Ό,τι ακούσει το τυπώνει, του εντυπώνεται. Tύπωσέ το καλά στο μυαλό σου αυτό που θα σου πω.
[λόγ. < αρχ. τυπ(ῶ) -ώνω `σφραγίζω, φτιάχνω μοντέλο΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. τύπος 2 (πρβ. μσν. τυπώνω `δίνω μορφή΄)]