Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσιπούρα η [tsipúra] Ο25 : ψάρι με πλατύ σώμα και με γκρίζο, ασημί χρώμα, που το ψαρεύουν για το πολύ νόστιμο κρέας του.
τσιπουρίτσα η YΠΟKΟΡ. [μσν. τσιπούρα ίσως < *ἵππουρα θηλ. του αρχ. ἵππουρος με ανάπτ. αρχικού [ts] από συνεκφορά με το άρθρο της, τις· τσιπούρ(α) -ίτσα]