Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαμπουν
2 εγγραφές [1 - 2]
τσαμπούνα η [tsabúna] Ο25 : λαϊκό πνευστό μουσικό όργανο, που αποτελείται από ένα δερμάτινο ασκό στον οποίο είναι προσαρμοσμένοι οι αυλοί για την παραγωγή του ήχου.

[μσν. *τσαμπούνα (πρβ. μσν. τσαμπουνίζω) αντδ. < ιταλ. zampogna ( [o > u] από επίδρ. των χειλ. [mb] ) < λατ. symphonia < αρχ. συμφωνία στην ελνστ. σημ.: `όνομα μουσικού οργάνου΄ (πρβ. μσν. τσαμπούρνα από παλ. ιταλ. τ. με [r] )]

τσαμπουνάω [tsabunáo] & Ρ10.1α : (λαϊκ., προφ.) μιλώ πολύ και ανόη τα: Tι σαχλαμάρες μάς τσαμπουνάς;

[μσν. τσαμπουν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. τσαμπουνισ- < τσαμπούν(α) -ίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες