Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τσαγκός
1 εγγραφή
τσαγκός -ή -ό [tsaŋgós] Ε1 : 1. ταγκός. 2. (οικ.) για άτομο δύστροπο και οξύθυμο: Πολύ τον τσαγκό μάς κάνει.

[< ταγκός με ισχυροπ. της άρθρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες