Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τσαγκάρης ο [tsaŋgáris] Ο11 : τεχνίτης που επιδιορθώνει ή κατασκευάζει παπούτσια· υποδηματοποιός: Έδωσα στον τσαγκάρη να σολιάσει τα παπούτσια μου.
[μσν. τσαγκάρης < τσαγκάριος, τζαγγάριος < ελνστ. τζάγγ(α) `είδος μαλακού περσικού παπουτσιού΄ (περσ. προέλ.) -άριος (ορθογρ. απλοπ.)]