Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρούλος ο [trúlos] Ο18 : ημισφαιρική κυρίως κατασκευή, επάνω σε κυκλική βάση, που υψώνεται καλύπτοντας την οροφή κτιρίου, κυρίως βυζαντινού ναού: Οι τρούλοι της Aγίας Σοφίας. Οι τρούλοι των ρωσικών ναών. Ψηλά στον τρούλο δεσπόζει η εικόνα του Παντοκράτορα.
τρουλίσκος ο YΠΟKΟΡ. [μσν. τρούλλος < λατ. trulla `κουτάλα, μικρό αγγείο΄, αρσ. κατά το θόλος· λόγ. τρούλ(ος) -ίσκος]