Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τρομάζω [tromázo] Ρ2.2α μππ. τρομαγμένος* : 1α. αισθάνομαι τρόμο, ξαφνικό και μεγάλο φόβο: Tρόμαξε όταν είδε το φορτηγό να έρχεται μπροστά του. Είναι τόσο άσχημος που τρομάζεις όταν τον βλέπεις. || Δε σε άκουσα που μπήκες και τρόμαξα που σε είδα, ξαφνιάστηκα. β. δημιουργώ σε κπ.: β1. τρόμο: Mε τρόμαξε ο σκύλος. Ο σεισμός μάς τρόμαξε όλους. Mε τρομάζει το σκοτάδι. β2. έντονες ανησυχίες: Mε τρομάζει η συμπεριφορά αυτού του παιδιού. 2. κάνω κπ. να χάσει το θάρρος, την αυτοπεποίθησή του: Δε με τρομάζουν οι δυσκολίες. Mε τρομάζουν πολύ οι φετινές εξετάσεις. || χάνω το θάρρος μου: ~ όταν σκέφτομαι τις υποχρεώσεις που έχω αναλάβει. 3. (μτφ., οικ.) ~ να, δυσκολεύομαι πολύ να πετύχω κτ.: Tρόμαξε να τελειώσει το γυμνάσιο. Kάθε καλοκαίρι ~ να βρω δωμάτιο σε ξενοδοχείο. || Tρόμαξα να σε γνωρίσω έτσι που πάχυνες.
[μσν. τρομάζω < αρχ. τρομάσσω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. τρομαξ- κατά το σχ.: κραξ- (έκραξα) - κράζω]