Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τρισυπόστατος
1 εγγραφή
τρισυπόστατος -η -ο [trisipóstatos] Ε5 : 1. που έχει τρεις υποστάσεις, τρεις μορφές: H τρισυπόστατη θεότητα, η Aγία Tριάδα. || (ως ουσ.) το τρισυπόστατο: Tο τρισυπόστατο της θεότητας. 2. ~ ναός, αφιερωμένος στη μνήμη τριών αγίων.

[λόγ. < ελνστ. τρισυπόστατος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες