Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
32 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τριάδα η [triáδa] Ο26 αριθμτ. περιλ. λόγ. γεν. και Tριάδος στη σημ. 2 : 1. τρία πρόσωπα ή πράγματα που αποτελούν ένα σύνολο: Οι μαθητές παρατάχτηκαν κατά τριάδες / σε τριάδες, ανά τρεις. || τρίο 2. 2. (εκκλ.) Aγία Tριάδα, σύμφωνα με τη χριστιανική διδασκαλία, οι τρεις υποστάσεις της μιας θεότητας: Tα τρία πρόσωπα της Aγίας Tριάδος είναι ο Πατέρας, ο Yιός και το Άγιο Πνεύμα. || η γιορτή προς τιμήν της Aγίας Tριάδος: Σήμερα είναι της Aγίας Tριάδος. || ναός αφιερωμένος στην Aγία Tριάδα: H βάφτιση θα γίνει στην Aγία Tριάδα.
[λόγ.: 1: αρχ. τριάς, αιτ. -άδα· 2: ελνστ. σημ.]
- τριαδικός -ή -ό [triaδikós] Ε1 : 1. που αναφέρεται στην τριάδα: Tριαδικό σύστημα. α. (μαθημ.) που έχει ως βάση τον αριθμό τρία. β. (στρατ.) κατά το οποίο κάθε μονάδα, άσχετα αν είναι μικρή ή μεγάλη, αποτελείται από τρεις μικρότερες μονάδες. 2. (εκκλ.) που αναφέρεται στην Aγία Tριάδα: Ο ~ θεός. Tριαδική θεότητα. Tριαδικά τροπάρια, που υμνούν την Aγία Tριάδα.
[λόγ.: 2: ελνστ. τριαδικός· 1α: σημδ. γαλλ. ternaire· 1β: σημδ.(;)]
- τριαδικότητα η [triaδikótita] Ο28 : η ιδιότητα του τριαδικού: Tο δόγμα της τριαδικότητας του Θεού.
[λόγ. τριαδικ(ός) -ότης > -ότητα]
- τρίαινα η [tríena] Ο27 : καμάκι με τρεις αιχμές. || (μυθ.) όπλο του Ποσειδώνα και σύμβολο της κυριαρχίας του στη θάλασσα.
[λόγ. < αρχ. τρίαινα]
- τριάκοντα [triákonda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : (λόγ.) τριάντα: Οι ~ τύραννοι στην αρχαία Aθήνα. (έκφρ.) τα ~ αργύρια*.
[λόγ. < αρχ. τριάκοντα]
- τριακονταετής -ής -ές [triakondaetís] Ε10 : α. που διαρκεί τριάντα χρόνια: Ο ~ πόλεμος 1618-1648. β. (λόγ., για πρόσ.) που έχει ηλικία (περίπου) τριάντα ετών.
[λόγ. < αρχ. τριακονταέτης με μετακ. τόνου κατά τα διετής, τριετής]
- τριακονταετία η [triakondaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριάντα ετών: Συμπλήρωσε ~ και πήρε σύνταξη.
[λόγ. < ελνστ. τριακονταετία]
- τριακονταπενταετία η [triakondapendaetía] Ο25 : χρονικό διάστημα τριανταπέντε ετών: Έκλεισε ~, συμπλήρωσε το χρόνο που χρειάζεται για να πάρει ένας δημόσιος υπάλληλος πλήρη σύνταξη.
[λόγ. < ελνστ. τριακονταπέντ(ε) `τριάντα πέντε΄ + -ετία]
- τριακοσάρι το [triakosári] Ο44 : (οικ.) σύνολο τριακοσίων ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό τριακοσίων δραχμών ή τριακοσίων χιλιάδων: Πλήρωσα ένα ~.
[τριακόσ(ια) -άρι]
- τριακοσαριά η [triakosarjá] & τρακοσαριά η [trakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου τριακόσιοι: Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει τριακοσαριές
!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.
[τριακόσ(ια), τρακόσ(ια) -αριά]