Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
228 εγγραφές [51 - 60] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τόμπολα η [tómbola] Ο27 : τυχερό παιχνίδι κατά το οποίο μοιράζονται στους παίκτες καρτέλες με τετραγωνάκια, τυχαία αριθμημένα· γίνεται κλήρωση των αριθμών και κερδίζει όποιος συμπληρώσει πρώτος την καρτέλα του: Kάνω ~, συμπληρώνω την καρτέλα και κερδίζω. || (ως επιφ.) όταν μας παρουσιαστεί ξαφνικά ένα εμπόδιο: ~!, και τώρα τι κάνουμε;
[ιταλ. tombola]
- τονάζ το [tonáz] Ο (άκλ.) : χωρητικότητα ενός πλοίου σε τόνους.
[λόγ. < γαλλ. tonnage]
- τονίζω [tonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (γραμμ.) βάζω το σημείο του τόνου επάνω σε μια συλλαβή και προφέρω αυτή τη συλλαβή δυνατότερα από τις άλλες: Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται. Tονισμένη λέξη / συλλαβή. ANT άτονη. β. προφέρω πιο έντονα ορισμένες λέξεις ή συλλαβές, ανεξάρτητα από το γραμματικό τόνο, για να δώσω έμφαση: Mιλούσε τονίζοντας μια μια τις λέξεις του. 2α. για άποψη, γνώμη που τη θεωρώ πολύ σημαντική και που θέλω να κάνω κπ. να την προσέξει· υπογραμμίζω2: Tου τόνισα ότι θα πρέπει να εργαστεί πολύ για να πετύχει. Στο συνέδριο τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία της πρόληψης των ασθενειών. β. κάνω κτ. να φαίνεται πιο έντονο, πιο ζωηρό: H ύπαρξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης τονίζει τις κοινωνικές διαφορές. Tο μακιγιάζ τονίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου. 3. (μουσ.) μελοποιώ.
[λόγ.: 1α: ελνστ. τονίζω· 1β, 2: σημδ. γαλλ. accentuer· 3: κατά τη σημ. της λ. τόνος
1I3]
- τονικός 1 -ή -ό [tonikós] Ε1 : που έχει σχέση με τον τόνο 1: 1. των λέξεων: Tονικοί κανόνες. Tονικά σημάδια. Tονικά παρώνυμα, λέξεις που ξεχωρίζουν με το διαφορετικό τονισμό τους, π.χ. γέρος - γερός. 2. της μουσικής. α. που αναφέρεται στον τόνο
1I3α: Tονική ισότητα. β. που αναφέρεται στον τόνο 1I3β. ANT ατονικός: Tονική μουσική. Tονικό σύστημα. || (ως ουσ.) η τονική, η πρώτη βαθμίδα της κλίμακας, που δίνει το όνομά της στον τόνο: H τονική της κλίμακας του ντο είναι ο φθόγγος του ντο. [λόγ. < ελνστ. τονικός, αρχ. σημ.: `ικανός να τεντωθεί΄ & σημδ. γαλλ. tonal, tonique < λατ. tonicus < ελνστ. τονικός]
- τονικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με τον τόνο 4 των μυών: ~ σπασμός, ανώμαλη παρατεταμένη σύσπαση των μυών.
[λόγ. < γαλλ. tonique (στη νέα σημ.) < αρχ. τονικός]
- τονικότητα 1 η [tonikótita] Ο28 : (μουσ.) η ιδιότητα του τονικού 12, η ενότητα του τόνου
1I3β που χαρακτηρίζει ένα κομμάτι: H ~ είναι η βάση του κλασικού μουσικού συστήματος. [λόγ. τονικ(ός)
1 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. tonalité (< ton < λατ. tonus < αρχ. τόνος)]
- τονικότητα 2 η : (ιατρ.) η ιδιότητα του τονικού 2, η ελαστικότητα που παρουσιάζουν οι ζωντανοί ιστοί και ιδιαίτερα ο μυϊκός ιστός· τόνος 4.
[λόγ. τονικ(ός) 2 -ότης > -ότητα μτφρδ. γαλλ. tonicité (< tonique < αρχ. τονικός)]
- τόνισμα το [tónizma] Ο49 : τονισμός.
[λόγ. τονισ- (τονίζω) -μα]
- τονισμός ο [tonizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του τονίζω. 1. (γραμμ.) α. (στο δυναμικό τόνο) η δυνατότερη προφορά της τονισμένης συλλαβής. β. (στο μουσικό τόνο) η προφορά της τονισμένης συλλαβής σε υψηλότερο ήχο. 2. έμφαση που δίνουμε σε μια λέξη ή σε μια έννοια. 3. μελοποίηση.
[λόγ. τονισ- (τονίζω) -μός]
- τονοδότης ο [tonoδótis] Ο10 : ιατρικό εργαλείο για την εξέταση της ακοής.
[λόγ. τόν(ος) -ο- + -δότης]