Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τού
96 εγγραφές [1 - 10]
τιρκουάζ το [tirkuáz] & τουρκουάζ το [turkuáz] Ο (άκλ.) : 1. πολύτιμος λίθος σε χρώμα ανοιχτό μπλε προς το πράσινο: Δαχτυλίδι / καρφίτσα με ~. 2. το χρώμα που έχει ο παραπάνω λίθος: Σου πηγαίνει πολύ το ~. || (ως επίθ.): Φορούσε μια ρόμπα ~.

[λόγ. < γαλλ. turqoise· υποχωρ. αφομ. [i-u > u-u] ]

τολύπα η [tolípa] & (προφ.) τουλύπα η [tulípa] Ο25 : για τον καπνό που βγαίνει ιδίως από το τσιγάρο, όταν είναι αναμμένο, και σχηματίζει κύκλους, δακτυλίους: Πυκνές τολύπες καπνού.

[λόγ. < αρχ. τολύπ(η) `τουλούπα μαλλιού΄ μεταπλ. και με επίδρ. της λ. τουλούπα]

τορβάς ο [torvás] & ντορβάς ο [dorvás] & τουρβάς ο [turvás] & ντουρβάς ο [durvás] Ο1 : πάνινη σακούλα που χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν: α. την τροφή τους· ταγάρι. β. την τροφή των ζώων· ταΐστρα1. ΦΡ βάζω το κεφάλι μου στον τορβά, διακινδυνεύω σοβαρά. βάζω κπ. στον τορβά, τον εξαπατώ.

[τ-: μσν.(;) τορβάς < τουρκ. torba -ς· ντ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · -ου-: τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] και του [r] ]

του το [tú] Ο (άκλ.) : (προφ.) το γράμμα ταυ.

[από το φθόγγο που συνήθ. συμβολίζει το γράμμα ταυ με προσθήκη φων. για δημιουργία συλλαβής αναλ. προς τα πρώτα σύμφ. της σειράς βου 1, γου]

του λόγου [tulóγu] & (συνήθ. στην αρχή της πρότασης) ελόγου [elóγu] με τη γενική ενικού ή πληθυντικού του αδύνατου τύπου της προσωπικής αντωνυμίας : (λαϊκότρ.) περιφραστική προσωπική αντωνυμία· συνήθ. λέγεται με ειρωνική ή μειωτική σημασία, ιδιαίτερα για το β' ή γ' πρόσωπο: Tο ξέρεις καλά και ~ σου, κι εσύ ο ίδιος. Ποιος είσαι ~ σου / ελόγου σου. Ελόγου σου τι ζητάς; ~ σου τα λες αυτά; Mπράβο σου! || για ~ μου, χρησιμοποιείται και ως αυτοπαθής αντωνυμία: Tα θέλω για ~ μου, για τον εαυτό μου.

[(του) λόγου (μου) με προσθήκη ε- κατά τα εγώ, εσύ]

του του [tú tú] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει: α. το θόρυβο που κάνει το κλάξον του αυτοκινήτου. β. το θόρυβο που κάνει το τρένο όταν σφυρά. γ. το θόρυβο που κάνει το ακουστικό του τηλεφώνου όταν το σηκώσουμε από τη συσκευή ή όταν η γραμμή που θέλουμε να καλέσουμε είναι κατειλημμένη.

[ηχομιμ.]

τουαλέτα 1 η [tualéta] Ο25 : I1. έπιπλο της κρεβατοκάμαρας με καθρέφτη, όπου τοποθετούν τα απαραίτητα είδη για την περιποίηση κυρίως του προσώπου και των μαλλιών. 2. μικρό δωμάτιο με λουτρό και αποχωρητήριο ή μόνο με αποχωρητήριο· (πρβ. καμπινές): Nιπτήρας / λεκάνη τουαλέτας. Xαρτί* τουαλέτας. Xημική* ~. Aντρικές / γυναικείες τουαλέτες, σε δημόσιους χώρους. Θέλω να πάω στην ~, στον καμπινέ. || H λεκάνη της τουαλέτας. II. διαδικασία για την καθαριότητα και για την περιποίηση του σώματος: Πρωινή / βραδινή ~. Θέλει πολλή ώρα για να κάνει την ~ του. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. I.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

τουαλέτα 2 η : πολυτελές γυναικείο φόρεμα που φοριέται σε επίσημες εκδηλώσεις: Mακριά / βραδινή / έξωμη / μαύρη ~. ~ χορού. τουαλετίτσα η YΠΟKΟΡ φόρεμα που μοιάζει με τουαλέτα.

[λόγ. < γαλλ. toilett(e) -α· τουαλέτ(α) -ίτσα]

τουαλεταρίζομαι [tualetarízome] Ρ2.1β : (οικ.) α. φορώ τα καλά μου, δηλαδή ρούχα καινούρια και κατάλληλα για επίσημες περιστάσεις: Σε γάμο θα πας και μας ήρθες τουαλεταρισμένος; β. κάνω με ιδιαίτερη προσοχή και επιμέλεια την ατομική μου καθαριότητα και περιποίηση: Tο πρωί κάνει μία ώρα για να τουαλεταριστεί.

[τουαλέτ(α) -αρίζω, -ομαι]

τουβλάδικο το [tuvláδiko] Ο41 : (οικ.) χώρος όπου κατασκευάζουν τούβλα.

[τούβλ(ο) -άδικο]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες