Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τοποθεσία η [topoθesía] Ο25 : η θέση όπου βρίσκεται ένας ορισμένος τόπος ή ένα ακίνητο: Σπίτι / οικόπεδο σε καλή ~. Ερημική ~. || θέση εξοχική, τοπίο: Έξω από την πόλη υπάρχουν πολύ ωραίες τοποθεσίες.
[λόγ. < ελνστ. τοποθεσία]