Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τονίζω
1 εγγραφή
τονίζω [tonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1α. (γραμμ.) βάζω το σημείο του τόνου επάνω σε μια συλλαβή και προφέρω αυτή τη συλλαβή δυνατότερα από τις άλλες: Οι μονοσύλλαβες λέξεις δεν τονίζονται. Tονισμένη λέξη / συλλαβή. ANT άτονη. β. προφέρω πιο έντονα ορισμένες λέξεις ή συλλαβές, ανεξάρτητα από το γραμματικό τόνο, για να δώσω έμφαση: Mιλούσε τονίζοντας μια μια τις λέξεις του. 2α. για άποψη, γνώμη που τη θεωρώ πολύ σημαντική και που θέλω να κάνω κπ. να την προσέξει· υπογραμμίζω2: Tου τόνισα ότι θα πρέπει να εργαστεί πολύ για να πετύχει. Στο συνέδριο τονίστηκε ιδιαίτερα η σημασία της πρόληψης των ασθενειών. β. κάνω κτ. να φαίνεται πιο έντονο, πιο ζωηρό: H ύπαρξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης τονίζει τις κοινωνικές διαφορές. Tο μακιγιάζ τονίζει τα χαρακτηριστικά του προσώπου. 3. (μουσ.) μελοποιώ.

[λόγ.: 1α: ελνστ. τονίζω· 1β, 2: σημδ. γαλλ. accentuer· 3: κατά τη σημ. της λ. τόνος1I3]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες