Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τιμαλφή τα [timalfí] Ο (βλ. Ε10) : κοσμήματα και γενικά πολύτιμα μικροαντικείμενα: Παραδίδω τα χρήματα και τα ~ για φύλαξη.
[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του αρχ. επιθ. τιμαλφής `πολύτιμος΄]