Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- τζιμάνι το [dzimáni] Ο44 : (οικ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου πολύ ικανού, που καταπιάνεται με όλα και που τα καταφέρνει όλα.
[αγγλ. g-man `ειδικός πράκτορας του FBI΄ -ι]