Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: τεχνοδομή
1 εγγραφή
τεχνοδομή η [texnoδomí] Ο29 : το σύνολο των τεχνικών μέσων καθώς και των επιστημόνων που, με τις εξειδικευμένες γνώσεις και την εμπειρία τους, συμβάλλουν στη λήψη ομαδικών αποφάσεων.

[λόγ. τεχνο- + δομή]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες