Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταλέντο το [taléndo] Ο39 : 1. ιδιαίτερη φυσική ικανότητα, χάρισμα κυρίως στον πνευματικό ή στον καλλιτεχνικό τομέα: Tο ~ του στη λογοτεχνία εκδηλώθηκε από τα παιδικά του χρόνια. Για να διακριθεί κανείς στη μουσική δεν αρκεί μόνο το ~, χρειάζεται και πολλή δουλειά. Ο νεαρός έχει μεγάλο ~ στη ζωγραφική. || (ειρ.) ικανότητα για κτ. κακό: Έχει μεγάλο ~ στο ψέμα / στο να παρουσιάζει τα πράγματα όπως τον συμφέρει. 2. άτο μο που είναι προικισμένο με κάποιο ταλέντο: Οι ποιητικοί διαγωνισμοί προβάλλουν τα νέα ταλέντα. Ο μουσικός αυτός είναι μεγάλο ~. Aυτός ο νέος είναι πολυσύνθετο ~, έχει πολλά ταλέντα. Kυνηγός* ταλέντων.
[αντδ. < ιταλ. talento < λατ. talentum < αρχ. τάλαντον (δες στο τάλαντον 2), η ιταλ. σημ. με βάση την παραβολή των ταλάντων της Κ.Δ.]