Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταγάρι το [taγári] Ο44 : 1. μικρός σάκος από χοντρό χειροποίητο μάλλινο ύφασμα που κρεμιέται: α. από τον ώμο και που το χρησιμοποιούν οι χωρικοί για να βάζουν την τροφή τους· τορβάς. β. μπροστά στο κεφάλι του ζώου και που περιέχει την τροφή του· ταΐστρα1. 2. είδος γυναικείας σπορ τσάντας από ύφασμα, που κρεμιέται από τον ώμο.
[μσν. ταγάριον υποκορ. του ελνστ. ταγ(ή) -άριον > -άρι]