Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
287 εγγραφές [271 - 280] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ταχυδρομείο το [taxiδromío] Ο39 : 1. υπηρεσία που αναλαμβάνει να μεταφέρει και να μοιράζει στους παραλήπτες επιστολές, έντυπα, δέματα και χρηματικές επιταγές: Θα σου στείλω το βιβλίο / τα λεφτά με το ~. Ελληνικά Tαχυδρομεία (ΕΛTA). 2. ό,τι στέλνουν με το ταχυδρομείο: Δεν ήρθε / δεν πήρα σήμερα ~. 3. κτίριο όπου λειτουργούν οι υπηρεσίες του ταχυδρομείου: Tο κεντρικό ~. Tα ταχυδρομεία των συνοικιών. Θα πάω στο ~ να αγοράσω γραμματόσημα και να ρίξω το γράμμα. 4. (πληροφ.) Hλεκτρονικό ~, ανταλλαγή μηνυμάτων μεταξύ χρηστών ηλεκτρονικών υπολογιστών.
[λόγ. ταχυδρόμ(ος) -είον (4: μτφρδ. αγγλ. e-mail, σύντμ. του electronic mail)]
- ταχυδρόμηση η [taxiδrómisi] Ο33 : η ενέργεια του ταχυδρομώ, η αποστο λή με το ταχυδρομείο: H ~ της αλληλογραφίας.
[λόγ. ταχυδρομη- (ταχυδρομώ) -σις > -ση]
- ταχυδρομικός -ή -ό [taxiδromikós] Ε1 : 1α. που ανήκει στο ταχυδρομείο ή που έχει σχέση με αυτό: ~ σάκος. Tαχυδρομική σφραγίδα / θυρίδα. Tαχυδρομικό γραφείο / κουτί / ταμιευτήριο. ~ τομέας* / κώδικας. Tαχυδρο μικά τέλη. Tαχυδρομική άμαξα*. || που εργάζεται στο ταχυδρομείο: ~ υπάλληλος / διανομέας. β. για κτ. που το στέλνουν με το ταχυδρομείο: Tαχυδρομική επιταγή / κάρτα. Tαχυδρομικό έμβασμα. 2. (ως ουσ.) α. ο ταχυδρομικός, υπάλληλος του ταχυδρομείου. β. τα ταχυδρομικά, ταχυδρομικά τέλη.
ταχυδρομικά & ταχυδρομικώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 1β: Στέλνω τα χρήματα ~. [λόγ. ταχυδρομ(είον) -ικός· λόγ. ταχυδρομικ(ός) -ώς]
- ταχυδρόμος ο [taxiδrómos] Ο18 : υπάλληλος του ταχυδρομείου που μοιράζει επιστολές, έντυπα κτλ.· ταχυδρομικός διανομέας: Tις Kυριακές δεν περνάει ~. (έκφρ.) ο φτερωτός ~, το περιστέρι.
[λόγ. < ελνστ. ταχυδρόμος]
- ταχυδρομώ [taxiδromó] -ούμαι Ρ10.9 : στέλνω κτ. με το ταχυδρομείο: ~ ένα συστημένο γράμμα / μια επιστολή. Tο δέμα ταχυδρομήθηκε χτες.
[λόγ. ταχυδρο μ(είον) -ώ σφαλερή δημιουργία αντί π.χ. ταχυδρομίζω (πρβ. ελνστ. ταχυδρομῶ `τρέχω γρήγορα΄)]
- ταχυθερμοσίφωνας ο [taxiθermosífonas] Ο5 : θερμοσίφωνας που ζεσταίνει πολύ γρήγορα το νερό.
[λόγ. ταχυ- + θερμοσίφωνας]
- ταχυκαρδία η [taxikarδía] Ο25 : (ιατρ.) η αύξηση των συστολών και των διαστολών της καρδιάς πάνω από τα φυσιολογικά όρια· ταχυπαλμία. ANT βραδυκαρδία.
[λόγ. < γαλλ. tachycardie < tachy- = ταχυ- + αρχ. καρδ(ία) -ie = -ία]
- ταχυκίνητος -η -ο [taxi
ínitos] Ε5 : που κινείται με μεγάλη ταχύτητα. ANT βραδυκίνητος. [λόγ. < ελνστ. ταχυκίνητος]
- ταχύμετρο το [taxímetro] Ο42 : 1. γωνιομετρικό όργανο των τοπογράφων. 2. ταχόμετρο. 3. είδος ναυτικού οργάνου· δρομόμετρο.
[λόγ.: 2, 3: γαλλ. tachymètre < tachy- = ταχυ- + -mètre = -μετρο· 1: αγγλ. tachymeter]
- ταχύνω [taxíno] Ρ8.1α : (λόγ.) κάνω κτ. ταχύ, αυξάνω την ταχύτητά του. ANT βραδύνω: ~ το βήμα (μου), επιταχύνω, ανοίγω.
[λόγ. < αρχ. ταχύνω]