Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σώμα
24 εγγραφές [11 - 20]
σωματικός -ή -ό [somatikós] Ε1 : που αναφέρεται στο σώμα ενός ζωντανού οργανισμού και ειδικότερα του ανθρώπου. α. που ανήκει στο σώ μα: Σωματική κοιλότητα. Σωματικές διαστάσεις. Σωματικά χαρακτηριστικά / ελαττώματα. β. που προέρχεται από το σώμα· φυσικόςII1: ~ πόνος. Σωματική δύναμη. Σωματικές ανάγκες. ANT ψυχικός, πνευματικός. γ. που ασκείται, που γίνεται στο ή με το σώμα: Σωματική έρευνα / βλάβη / βία / ποινή. Σωματικές κακώσεις. Σωματική καθαριότητα. Σωματικές ασκήσεις, γυμναστική. Kαθηγητής σωματικής αγωγής, γυμναστής. σωματικά ΕΠIΡΡ: Yποφέρει ~ και ψυχικά.

[λόγ.: α, β: αρχ. σωματικός· γ: σημδ. αγγλ. body-]

σωμάτιο το [somátio] Ο40 : 1.(φυσ.) σωματίδιο. 2. (βιολ.) ανατομικό στοιχείο ή όργανο που έχει πολύ μικρές διαστάσεις: Ωχρό ~, μάζα που σχηματίζεται στην ωοθήκη μετά την ωορρηξία. Nεφρικό ~.

[λόγ. < αρχ. σωμάτιον (υποκορ. του σῶμα) σημδ. γαλλ. corpuscule]

σωματο- [somato] & σωματ- [somat], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. σώμα ως α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στο ανθρώπινο σώμα: ~γραφία, ~λογία, ~μετρία· ~λογικός, ~μετρικός. || στον άνθρωπο: σωματεμπορία, σωματεμπόριο, σωματέμπορος. || στη ζωή του ανθρώπου: ~φύλακας.

[λόγ. < ελνστ. σωματ(ο)- θ. σωματ- του αρχ. ουσ. σῶμα -ο- ως α' συνθ.: ελνστ. σωματο-φύλαξ & διεθ. somato- < ελνστ. σωματο-: σωματο-μετρία < διεθ. somato- + -metry]

σωματολογία η [somatolojía] Ο25 : κλάδος της ανθρωπολογίας που μελε τά τις μεταβολές που υφίσταται το ανθρώπινο σώμα κατά τη διάρκεια της ζωής του.

[λόγ. < γαλλ. somatologie < somato- = σωματο- + -logie = -λογία]

σωματολογικός -ή -ό [somatolojikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματολογία.

[λόγ. < γαλλ. somatologique < somatolog(ie) = σωματολογ(ία) -ique = -ικός]

σωματομετρία η [somatometría] Ο25 : κλάδος της σωματολογίας που ασχολείται με τις διαστάσεις και με τις αναλογίες του ανθρώπινου σώμα τος· ανθρωπομετρία.

[λόγ. < διεθ. somato- = σωματο- + -metry = -μετρία]

σωματομετρικός -ή -ό [somatometrikós] Ε1 : που αναφέρεται στη σωματομετρία: Σωματομετρικοί δείκτες. σωματομετρικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < διεθ. somatometr- = σωματομετρ(ία) -ic = -ικός]

σωματοποίηση η [somatopíisi] Ο33 : το γεγονός του σωματοποιώ.

[λόγ. < ελνστ. σωματοποίη(σις) -ση]

σωματοποιώ [somatopió] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω σε κτ. σωματική υπόσταση.

[λόγ. < ελνστ. σωματοποιῶ]

σωματοσκοπία η [somatoskopía] Ο25 : (ανθρωπολ.) η μελέτη των τύπων του ανθρώπινου σώματος.

[λόγ. < διεθ. somato- = σωματο- + -scopy = -σκοπία]

< Προηγούμενο   1 [2] 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες