Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συσχετίζω [sisxetízo] -ομαι Ρ2.1 : καθορίζω την αμοιβαία σχέση που υπάρχει ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα φαινόμενα, γεγονότα ή πρόσωπα: ~ την αύξηση της εγκληματικότητας με τις ταινίες βίας στην τηλεόραση. || παρομοιάζω, συγκρίνω: Mη συσχετίζεις ανόμοιες περιπτώσεις.
[λόγ. συ- (δες συν-) σχετίζω μτφρδ. γαλλ. corréler]