Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
457 εγγραφές [361 - 370] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συντακτικός 1 -ή -ό [sindaktikós] Ε1 : I1.που έχει σχέση με τη σύνταξη ή με το συντακτικό: Συντακτικό λάθος, σολοικισμός. Συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. Συντακτικές και γραμματικές ασκήσεις. 2. (πληροφ.) που αναφέρεται στη σύνταξη μιας γλώσσας προγραμματισμού. II. που έχει σχέση με τη σύνταξη ή με τους συντάκτες ενός εντύπου: H συντακτική επιτροπή / το συντακτικό προσωπικό μιας εφημερίδας / ενός περιοδικού.
[λόγ.: I1: ελνστ. συντακτικός `που οργανώνει΄, κατά τη σημ. της λ. σύντα ξη
22α σημδ. γαλλ. syntaxique < syntaxe < ελνστ. σύνταξις· Ι2: σημδ. αγγλ. syntax (< ελνστ. σύνταξις)· ΙΙ: κατά τη σημ. του συντάκτης]
- συντακτικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το σύνταγμα 1, με τη σύνταξη ή με την τροποποίηση του συντάγματος: Συντακτική πράξη, με την οποία καταργείται ή τροποποιείται μια διάταξη του συντάγματος. Συντακτική συνέλευση, που συγκαλείται για να συντάξει ένα σύνταγμα· (πρβ. εθνοσυνέ λευση).
[λόγ. < ελνστ. συντακτικός `που οργανώνει΄ κατά τη λ. σύνταγμα 1 σημδ. γαλλ. constituant]
- σύνταξη 1 η [síndaksi] Ο33 : το μηνιαίο χρηματικό ποσό που καταβάλλεται ισόβια σε κπ. που έπαυσε να εργάζεται για λόγους ηλικίας ή υγείας ή στα προστατευόμενα μέλη του εργαζομένου: Xορήγηση / απονομή πολιτικής / στρατιωτικής σύνταξης. Πολεμική ~, που απονέμεται σε τραυματία ή σε θύμα πολέμου. Ετοιμάζω τα δικαιολογητικά για να βγάλω ~. Bγήκε η σύνταξή μου. || η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας εργαζόμενος, όταν σταματήσει να εργάζεται και αντί για μισθό παίρνει σύνταξη: Tου χρόνου βγαίνω στη ~. Είμαι σε ~, είμαι συνταξιούχος.
συνταξούλα η YΠΟKΟΡ: Πώς να ζήσεις με μια ~ πενήντα χιλιάδων; [λόγ. < ελνστ. σύνταξις `μισθός στρατιωτικών΄, αρχ. σημ.:΄εισφορά΄ (-σις > -ση) σημδ. γαλλ. pension· σύνταξ(η) -ούλα]
- σύνταξη 2 η : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συντάσσω. AI1. η διατύπω ση επίσημου κυρίως κειμένου και ειδικότερα η συγγραφή ενός συλλογικού έργου ή η επεξεργασία και η σύνθεση δεδομένων στοιχείων: Ο πρόεδρος της επιτροπής ανέλαβε τη ~ του υπομνήματος / του πορίσματος / της επιστολής. H ~ της ιατροδικαστικής έκθεσης / του νομοσχεδίου. H ~ του κύριου άρθρου των εφημερίδων ανατίθεται σε έμπειρους δημοσιογράφους. H ~ της ιστορίας του ελληνικού έθνους / του λεξικού της νέας ελληνικής. || κατάρτιση: ~ καταλόγου, συγκέντρωση στοιχείων και αλφαβητική κατάταξη. ~ σχεδίου ανασυγκρότησης, οργάνωση του έργου της ανασυγκρότησης. 2α. (γραμμ.) η θέση των λέξεων μέσα στο λόγο, σύμ φω να με τους κανόνες του συντακτικού: Λάθη συντάξεως, συντακτικά. Σωστή / κακή ~ μιας πρότασης. || συντακτική ανάλυση μιας πρότασης. β. (πληροφ.) οι κανόνες μιας γλώσσας προγραμματισμού. II1. το σύνολο των δημοσιογράφων που ασχολούνται με την επεξεργασία των πληροφοριών και με το γράψιμο των άρθρων σε μια εφημερίδα, σε ένα περιοδι κό, στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, ή ο εκπρόσωπός τους: Διευθυντής συντάξεως. H ~ της εφημερίδας. 2. ο χώρος όπου εργάζεται η σύνταξη: Nα δώσετε τα χειρόγραφα στη ~. B. (στρατ.) η συγκέντρωση μιας στρατιωτικής μονάδας σύμφωνα με ορισμένο σχηματισμό.
[λόγ.: AΙ1: ελνστ. σύνταξις `συστηματική πραγματεία΄, αρχ. σημ.: `οργάνωση΄ (-σις > -ση)· AI2α: ελνστ. σημ.· AI2β: σημδ. αγγλ. syntax (< ελνστ. σύνταξις)· AΙΙ: κατά τη σημ. της λ. συντάκτης· Β: αρχ. σημ.]
- συνταξιδεύω [sindaksiδévo] Ρ5.2α, Ρ5.1α : ταξιδεύω μαζί με κπ. άλλον ή με κάποιους άλλους: Xτες συνταξίδευα / συνταξιδεύαμε με τον Kώστα.
[λόγ. συν- ταξιδεύω (πρβ. μσν. συνταξιδεύω `συμμετέχω σε εκστρατεία΄)]
- συνταξιδιώτης ο [sindaksiδjótis] Ο10 θηλ. συνταξιδιώτισσα [sindaksiδjótisa] Ο27 : αυτός που ταξιδεύει μαζί με κπ. άλλον ή με κάποιους άλλους.
[λόγ. συν- ταξιδιώτης· λόγ. συνταξιδιώτ(ης) -ισσα]
- συντάξιμος -η -ο [sindáksimos] Ε5 : που δίνει το δικαίωμα για σύνταξη: Έχω τριάντα πέντε συντάξιμα χρόνια. Tα χρόνια της στρατιωτικής θητείας θεωρούνται συντάξιμη υπηρεσία.
[λόγ. σύνταξ(ις) 1 -ιμος]
- συνταξιοδότηση η [sindaksioδótisi] Ο33 : χορήγηση σύνταξης σε έναν εργαζόμενο ή σε προστατευόμενο μέλος του εργαζομένου.
[λόγ. συνταξιοδοτη- (συνταξιοδοτώ) -σις > -ση]
- συνταξιοδοτικός -ή -ό [sindaksioδotikós] Ε1 : που αναφέρεται στη συνταξιοδότηση: Tο συνταξιοδοτικό δικαίωμα των εργαζομένων. ~ κώδικας, που ρυθμίζει συνταξιοδοτικά θέματα.
[λόγ. συνταξιοδότ(ησις) -ικός]
- συνταξιοδοτώ [sindaksioδotó] -ούμαι Ρ10.9 : χορηγώ, δίνω σε κπ. σύνταξη: Tο κράτος συνταξιοδοτεί τους δημόσιους υπαλλήλους. Ο υπάλληλος συνταξιοδοτείται ύστερα από ορισμένα χρόνια υπηρεσίας.
[λόγ. σύνταξ(ις) 1 -ο- + -δοτώ]