Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συν
457 εγγραφές [381 - 390]
συντελεσμένος -η -ο [sindelezménos] Ε3 μππ. του συντελώ : α.που έχει συντελεστεί, που έχει ολοκληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα ήδη συντελεσμένο. β. (γραμμ.) ~ μέλλοντας, ο μέλλοντας που φανερώνει ότι αυτό που σημαίνει το ρήμα θα έχει ολοκληρωθεί στο μέλλον ύστερα από ορισμένο καιρό. συντελεσμένοι χρόνοι, οι συντελικοί χρόνοι.

[λόγ. μππ. < αρχ. συντελώ μτφρδ. αγγλ.(;) perfect]

συντελεστής ο [sindelestís] Ο7 : 1.άτομο ή παράγοντας που συντελεί σε κτ.: Οι συντελεστές μιας παράστασης / μιας διοργάνωσης, όσοι εργάστηκαν με οποιαδήποτε ιδιότητα για την πραγματοποίησή της. H παιδεία είναι ο κυριότερος ~ προόδου. H εργασία του ανθρώπου είναι ~ της οικονομίας. 2α. (μαθημ.) ο σταθερός πολλαπλασιαστής μιας μεταβλητής ποσότητας: Ο φόρος θα υπολογίζεται με σταθερό συντελεστή 2%. Ο ~ δόμησης στην (τάδε) περιοχή είναι 0,4. Kάθε άσκηση βαθμολογείται με διαφορετικό συντελεστή. β. (φυσ., τεχν.) χαρακτηριστικό μέγεθος για φυσικές ή τεχνικές ιδιότητες ή σχέσεις: ~ διαστολής / τριβής.

[λόγ. < αρχ. συντελεσ- (συντελώ) -τής μτφρδ. γαλλ. coefficient & συν. facteur & αγγλ. factor (διαφ. το ελνστ. συντελεστής `μέλος ένωσης γαιοκτημόνων που καταβάλλουν τους φόρους τους΄)]

συντελεστικός -ή -ό [sindelestikós] Ε1 : που συντελεί σε κτ.

[λόγ. < ελνστ. συντελεστικός `που προξενεί΄]

συντελικός -ή -ό [sindelikós] Ε1 : (γραμμ.) συντελικοί χρόνοι, ο παρακείμενος, ο υπερσυντέλικος και ο συντελεσμένος μέλλοντας, επειδή φανερώνουν το συντελεσμένο, το αποτελειωμένο· συντελεσμένοι χρόνοι.

[λόγ. < ελνστ. συντελικός]

συντελώ [sindeló] -ούμαι Ρ10.10 αόρ. και συνετέλεσα, απαρέμφ. συντελέσει, μππ. συντελεσμένος* : I.(ενεργ.) με τη δράση ή με την επίδρασή μου, που συνδυάζεται με εκείνη των άλλων ατόμων ή παραγόντων, οδη γώ μια διαδικασία σε ένα θετικό ή αρνητικό αποτέλεσμα· συμβάλλω2: Εκτός από τη μελέτη, στην επιτυχία μου έχουν συντελέσει πολύ και οι καθηγητές μου. Ο τουρισμός συνετέλεσε αποφασιστικά στην αύξηση του εισοδήματος των νησιωτών. Πολλοί είναι οι παράγοντες που συντελούν στην αύξηση της εγκληματικότητας. II. (παθ.) στο γ' πρόσ. α. (στον ενεστ.) για κτ. που βρίσκεται σε εξέλιξη: Aυτή την περίοδο συντελείται στην παιδεία ένα μεγάλο μεταρρυθμιστικό έργο. β. (στο αορ. θ.) για κτ. που έχει ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί: H μόλυνση του περιβάλλοντος είναι ένα έγκλημα που έχει ήδη συντελεστεί.

[λόγ.: Ι: αρχ. συντελῶ `φέρνω σε πέρας, συμπληρώνω΄ & σημδ. γαλλ. contribuer· ΙΙ: σημδ. γαλλ. s΄accomplir]

συντέμνουσα η [sindémnusa] Ο27 : (μαθημ.) διανυσματικό μέγεθος στην τριγωνομετρία, το αντίστροφο του ημιτόνου.

[λόγ. θηλ. μεε. του αρχ. συντέμνω μτφρδ. γαλλ. coséquante]

συντέμνω [sindémno] -ομαι Ρ αόρ. σύντμησα, απαρέμφ. συντμήσει, παθ. αόρ. συντμήθηκα, απαρέμφ. συντμηθεί, μππ. συντετμημένος* : (λόγ.) περικόπτω κτ., του περιορίζω τη χρονική διάρκεια ή την έκταση: Θα συντμηθούν οι προθεσμίες για την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

[λόγ. < αρχ. συντέμνω]

συντεταγμένος -η -ο [sindetaγménos] Ε3 : 1.(λόγ.) συνταγμένος: Οι μαθητές βάδιζαν συντεταγμένοι, παρατεταγμένοι. || Συντεταγμένη πολιτεία, οργανωμένη σύμφωνα με νόμους. 2. (ως ουσ.) η συντεταγμένη: α. (μαθημ.) καθένα από τα στοιχεία με τα οποία ορίζεται γεωμετρικά η θέση ενός σημείου σε μια επίπεδη επιφάνεια ή στο διάστημα: Γεωγραφικές συντεταγμένες ενός τόπου, το γεωγραφικό πλάτος και μήκος. Γεωδαιτικές συντεταγμένες, το μήκος και το ύψος ενός σημείου. β. (μτφ., πληθ.) τα στοιχεία που μας επιτρέπουν να προσδιορίσουμε το χώρο, το περιβάλλον όπου ανήκει κάποιος ή κτ.: Οι πολιτικές συντεταγμένες ενός ατόμου. Οι συντεταγμένες του ιδεολογικού χώρου όπου κινείται σήμερα η νεολαία μας.

[λόγ.: 1: αρχ. συντεταγμένος `σε θέση μάχης΄ μππ. του συντάσσω· 2: σημδ. γαλλ. coordonnées (πληθ.)]

συντετμημένος -η -ο [sindetmiménos] Ε3 : που έχει υποστεί σύντμηση: ~ τύπος μιας λέξης. Συντετμημένη λέξη, συντομογραφημένη.

[λόγ. μππ. < αρχ. συντέμνω]

συντετριμμένος -η -ο [sindetriménos] Ε3 : που αισθάνεται συντριβή, βαθιά θλίψη για κάποιο δυσάρεστο γεγονός: Είναι ~ για το θάνατο του παιδιού του.

[λόγ. < ελνστ. συντετριμμένος μππ. του αρχ. συντρίβω]

< Προηγούμενο   1... 37 38 [39] 40 41 ...46   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες