Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνύπαρξη η [siníparksi] Ο33 : η ταυτόχρονη παρουσία, η ύπαρξη δύο ή περισσότερων ατόμων, καταστάσεων, υλικών στοιχείων ή πνευματικών αξιών: Ειρηνική ~ των λαών / του ανατολικού και του δυτικού κόσμου, συμβίωση λαών με διαφορετικά συνήθ. κοινωνικά συστήματα ή οικονομικά συμφέροντα. H ~ αντίθετων απόψεων σε ένα κόμμα. H ~ του παλαιού με το νέο.
[λόγ. < ελνστ. συνύπαρξις (-σις > -ση)]