Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνοδός ο [sinoδós] Ο17 θηλ. συνοδός [sinoδós] Ο34 : αυτός που συνοδεύει κπ. για να του προσφέρει κάποια υπηρεσία ή για να τον τιμήσει: Είναι γέρος και δεν μπορεί να κυκλοφορήσει χωρίς συνοδό. Εργάζεται ως ~ σχολικού λεωφορείου. Επίσημος ~ των υψηλών προσκεκλημένων. ~ μιας κυρίας / μιας δεσποινίδας, καβαλιέρος. Aυτός ο νεαρός είναι ο μόνιμος ~ της. || αεροσυνοδός: Iπταμένη ~. ~ εδάφους, για την εξυπηρέτηση των επιβατών όσο βρίσκονται στο αεροδρόμιο.
[λόγ. συνοδ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.), μτφρδ. αγγλ. escort, companion (πρβ. ελνστ. σύνοδος `συνοδοιπόρος΄)· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]
- σύνοδος 1 η [sínoδos] Ο36 : 1.συνέλευση μητροπολιτών και επισκόπων που συγκαλείται με σκοπό την επίλυση εκκλησιαστικών ζητημάτων: Οικουμενική* Σύνοδος. Iερά Σύνοδος. Iερά Σύνοδος της Iεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, η ανώτατη εκκλησιαστική αρχή που αποτελείται από τους αρχιερείς και προεδρεύεται από τον αρχιεπίσκοπο. || στην καθολική εκκλησία, συνέλευση των καρδιναλίων υπό την προεδρία του πάπα. 2α. το σύνολο των συνεδριάσεων μιας ετήσιας περιόδου της βουλής. || το χρονικό διάστημα ανάμεσα στην έναρξη και στη λήξη των εργασιών μιας συνόδου. β. σύσκεψη αντιπροσωπευτικού οργάνου ενός διεθνούς οργανισμού ή ενός κόμματος, που συνέρχεται σε τακτά χρονικά διαστήματα: H ~ κορυφής των υπουργών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. H εαρινή ~ του NATΟ.
[λόγ.: 2: αρχ. σύνοδος `συνέλευση΄· 1: ελνστ. σημ.]
- σύνοδος 2 η : (αστρον.) η σχετική θέση δύο ή περισσότερων ουράνιων σωμάτων του ηλιακού συστήματος έτσι ώστε, παρατηρούμενα από τη γη, να βρίσκονται στην ίδια νοητή ευθεία: ~ πλανητών.
[λόγ. < αρχ. σύνοδος]