Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνεχίζω [sinexízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT διακόπτω. 1α. εξακολουθώ να κάνω κτ. ή να βρίσκομαι σε μια κατάσταση χωρίς διακοπή ή επαναλαμβάνω κτ. ύστερα από κάποια διακοπή: Συνεχίζει να εργάζεται / να πονάει. Συνεχίζονται οι αντιδράσεις. Διέκοψε τις σπουδές του αλλά σκέπτεται να τις συνεχίσει. Άφησέ με να συνεχίσω και μη με διακόπτεις. || επιμένω σε μια συνήθεια, σε μια τακτική: Aν συνεχίσει έτσι, δε θα έχει καλό τέλος. Παρ΄ όλες τις συμβουλές μου αυτός συνεχίζει. β. για φυσικό φαινόμενο ή για σωματική αντίδραση που δεν παρουσιάζει κάποια μεταβολή: Συνεχίζεται / συνεχίζει το κρύο / ο πόνος / ο πυρετός. H συνεχιζόμενη κακοκαιρία δημιουργεί πολλά προβλήματα. 2. (τοπικά) για κτ. που εκτείνεται, που προχωρεί χωρίς διακοπή: Ο δρόμος συνεχίζεται / συνεχίζει ως τα σύνορα. || επεκτείνω κτ., το προχωρώ: Tο δρόμο θα τον συνεχίσουν ως την είσοδο του χωριού.
[λόγ. < ελνστ. συνεχίζω `κάνω κτ. συνεχές΄ & σημδ. γαλλ. continuer]