Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνεργασία
1 εγγραφή
συνεργασία η [sinerγasía] Ο25 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του συνεργάζομαι. 1α. η εργασία δύο ή περισσότερων εργαζομένων στον ίδιο τομέα ή και στον ίδιο χώρο: H ~ του με γνωστούς αρχιτέκτονες ήταν πολύ χρήσιμη. H ~ με τους συναδέλφους μου είναι πολύ αποδοτική. || H ~ των οργάνων του σώματος είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ζωής. β. συμμετοχή σε ένα συλλογικό έργο, π.χ. επιστημονικό, δημοσιογραφικό, καλλιτεχνικό κτλ.: Πολύτομη ιστορία που είναι αποτέλεσμα συνεργασίας πολλών ιστορικών. H εφημερίδα εξασφάλισε τη ~ γνωστών δημοσιογράφων. || το συγκεκριμένο έργο που αποτελεί τη συμβολή ενός συνεργά τη: Έστειλε τη ~ του στην εφημερίδα, άρθρο, κριτική, γελοιογραφία κτλ. 2. ανταλλαγή βοήθειας και υποστήριξης μεταξύ ατόμων ή ομάδων που έχουν κοινούς ή συναφείς σκοπούς: H ~ των κρατών εξασφαλίζει την ειρήνη. Tα εθνικά ζητήματα λύνονται με την αγαστή ~ των κομμάτων. H ~ δασκάλου και μαθητών / γιατρού και αρρώστου είναι απαραίτητη. H σχολική εφορεία σε ~ με το δήμο οργάνωσαν παιδικές κατασκηνώσεις. || ~ με τον εχθρό, συνεργασία που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη των συμφερόντων της πατρίδας του συνεργάτη.

[λόγ. < ελνστ. συνεργασία `συντεχνία΄ σημδ. γαλλ. collaboration, coopération]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες