Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συνδαιτυμόνας ο [sinδetimónas] Ο2 : αυτός που τρώει στο ίδιο τραπέζι με άλλους, κυρίως όταν αναφερόμαστε σε επίσημο γεύμα.
[λόγ. συν- αρχ. δαιτυμών, αιτ. -όνα `καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος΄ μτφρδ. γαλλ. commensal]