Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: συναπτός
1 item total
συναπτός -ή -ό [sinaptós] Ε1 : (λόγ.) συνεχής από χρονική άποψη: Συναπτά έτη / χρόνια: Έζησε στο εξωτερικό είκοσι συναπτά έτη.

[λόγ. < αρχ. συναπτός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go