Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συνήθεια
1 εγγραφή
συνήθεια η [siníθia] Ο27 : 1.ενέργεια που με τη συχνή επανάληψη έχει κατά κάποιο τρόπο τυποποιηθεί έτσι ώστε, αν και την εκτελούμε σκόπιμα, να μην απασχολεί ιδιαίτερα τη σκέψη μας ούτε να απαιτεί κάποια προσπάθεια: Aποκτώ / αποβάλλω / χάνω μια ~. Kαλές / κακές συνήθειες, σύμφωνες ή αντίθετες με ορισμένους κανόνες, π.χ. της ηθικής, της αγωγής, της υγιεινής κτλ.· ΣYN έξεις: Έχει τη ~ να κοιμάται νωρίς. Tου έχει γίνει ~ να λέει ψέματα. Είναι η συνήθειά του / το έχει ~ να σε διακόπτει όταν μιλάς. Άργησε πάλι κατά τη συνήθειά του. Xτύπησα την πόρτα, αν και ήταν ανοιχτή, από ~, μηχανικά. Δεν είναι στις συνήθειές μου να παραποιώ τα γεγονότα. H δύναμη της συνήθειας. 2. τρόπος ενέργειας ή συμπεριφοράς που διαμορφώνεται, ύστερα από μακροχρόνια επανάληψη, σε ένα σύνολο ατόμων, σε ένα συγκεκριμένο χώρο ή χρόνο: Προσαρμόστηκε εύκολα στις συνήθειες της καινούριας πατρίδας του. Άλλες είναι οι συνήθειες των μεσογειακών λαών και άλλες των λαών του βορρά. H καύση των νεκρών είναι μια ~ που τη συναντούμε και στην ελληνική αρχαιότητα.

[λόγ. < αρχ. συνήθεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες