Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συμμετρία
1 εγγραφή
συμμετρία η [simetría] Ο25 : ANT ασυμμετρία. 1. ο τρόπος διάταξης των στοιχείων ενός συνόλου, που του επιτρέπει να διαιρείται σε δύο μέρη ακριβώς όμοια σε μέγεθος και σε σχήμα, τα οποία βρίσκονται σε αντιστοιχία ως προς το σημείο, τη γραμμή, τον άξονα ή το επίπεδο της διαίρεσης: ~ ενός γεωμετρικού σχήματος / σώματος. H ~ των αρχιτεκτονικών μελών ενός κτιρίου. || (γεωμ.) άξονας συμμετρίας, ιδιότητα ενός επιπέδου ή ενός στερεού να αναπαράγεται έπειτα από την περιστροφή γύρω από έναν άξονα. || (βιολ.) κανονική διάταξη των οργάνων ή των τμημάτων ενός ζωικού ή φυτικού οργανισμού, δεξιά και αριστερά ενός άξονα. 2. η ορθή αναλογία των μερών μεταξύ τους και σε σχέση προς το σύνολο και η αρμονία που είναι το αποτέλεσμα αυτής της σχέσης.

[λόγ. < αρχ. συμμετρία & σημδ. γαλλ. symétrie < λατ. symmetria < αρχ. συμμετρία)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες