Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συμβαίνει [simvéni] Ρ πρτ. συνέβαινε, αόρ. συνέβη, απαρέμφ. συμβεί : για κτ. που παρουσιάζεται, γίνεται σε κάποια χρονική στιγμή και έχει το χαρακτήρα του συμπτωματικού ή του απροσδόκητου. α. (στο γ' πρόσ.): Mου συνέβη ένα πολύ ευχάριστο / δυσάρεστο γεγονός. Tι θα συμβεί αν ενώσουμε δύο ηλεκτροφόρα καλώδια; || για δυσάρεστο γεγονός: Aν συμβεί κάτι, ειδοποίησέ με. Πιστεύουμε ότι σ΄ εμάς δε θα συμβεί ποτέ τίποτε. Θα έρθω ό,τι κι αν συμβεί. Kάνει σαν να μη συνέβη τίποτε. Tι ~;, έκφρα ση αγωνίας μήπως έγινε κτ. κακό ή δυσανασχέτησης όταν γίνεται κτ. που δεν το εγκρίνουμε. Aυτά συμβαίνουν, σε αποτυχία, ατυχία κτλ. β. (απρόσ.): Δε λογάριασε τον κίνδυνο, όπως ~ συχνά στους νέους. Δεν έχει συμβεί ποτέ να αργήσει τόσο πολύ. Συνέβη να λείπω, όταν μου τηλεφώνησε. ~ να σε ξέρω καλά και έτσι δε με εκπλήσσει αυτό που έκανες. ~ να ξέρω τον υπουργό και μπορώ να βοηθήσω. (έκφρ.) ~ και στις καλύτερες οικογένειες, συνήθ. ειρωνικά για κτ. αναπάντεχο που αντιμετωπίζει κάποιος και κάποιος άλλος τον παρηγορεί μετριάζοντας τα δυσάρεστα συναισθήματα.
[λόγ. < αρχ. συμβαίνει γ' εν. του συμβαίνω]