Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συλλήβδην [silívδin] επίρρ. : (λόγ.) όλοι ή όλα μαζί, χωρίς εξαίρεση, συχνά με επικριτική χροιά: Δεν μπορείς να χαρακτηρίζεις μια ολόκληρη επαγγελματική τάξη ~ εκμεταλλευτές. Mε το νομοσχέδιο καταργούνται ~ (όλες) οι φοροαπαλλαγές. (έκφρ., επιτατικά) ~ και αθρόα.
[λόγ. < αρχ. συλλήβδην]