Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκόπτω [siŋgópto] -ομαι Ρ (μόνο στον ενεστ.) : (γραμμ.) αποβάλλω άτονο φωνήεν που βρίσκεται ανάμεσα σε σύμφωνα (στο μέσο λέξης): Tο “ι” της λέξης “σιτάρι” συγκόπτεται και προκύπτει ο τύπος “στάρι”. || Συγκοπτόμενα (ονόματα), κατηγορία ονομάτων της τρίτης κλίσης (στα αρχαία ελληνικά), που σε ορισμένες πτώσεις φαινομενικά αποβάλλουν ένα φωνήεν που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σύμφωνα, π.χ.: πατήρ, πατέρα, πατρός, μήτηρ, μητέρα, μητρός.
[λόγ. < ελνστ. συγκόπτω, αρχ. σημ.: `κομματιάζω΄]