Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- συγκαλώ [siŋgaló] -ούμαι Ρ10.10 παθ. αόρ. συγκλήθηκα και (προφ.) συγκαλέστηκα, απαρέμφ. συγκληθεί και (προφ.) συγκαλεστεί, μππ. συγκα λεσμένος και συγκλημένος : καλώ επισήμως, στο πλαίσιο θεσμών, έναν αριθμό ατόμων σε ορισμένο χώρο και χρόνο, προκειμένου να συνεδριάσουν, να συσκεφθούν και (ενδεχομένως) να συναποφασίσουν: Ο πρόεδρος συγκάλεσε τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου σε συνεδρίαση. Tα κόμματα της αντιπολίτευσης ζήτησαν να συγκληθεί εκτάκτως η βουλή. Συγκλήθηκε οικογενειακό συμβούλιο για κληρονομικά θέματα.
[λόγ. < αρχ. συγκαλῶ]