Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: συγγνώμη
1 εγγραφή
συγγνώμη η [siŋγnómi] & (προφ.) συγνώμη η [siγnómi] Ο30α : η συγκατάθεση, η επιείκεια που ζητάει κάποιος για να του συγχωρεθεί ένα σφάλ μα που διέπραξε, μια άπρεπη ή άστοχη ενέργεια ή συμπεριφορά: Zητώ ~. Kατάλαβε το λάθος του και ζήτησε ~. Aπαιτώ να μου ζητήσει ~. || απόλυτα (με παράλειψη του ρ. ζητώ) συγγνώμη, συγχωρήστε με: ~, δεν το ήθελα. ~, που σας ενοχλώ. ~, αν σας κούρασα. ~, δεν εννοούσα αυτό. || ευγενικός τρόπος για να αποταθούμε σε κπ.: ~, κύριε, σας έπεσαν τα τσιγάρα. ~, δεσποινίς, μήπως ξέρετε πού είναι το Δημαρχείο; ~, αλλά εδώ απαγορεύεται το κάπνισμα! || (δίκ.) άτυπη δήλωση βούλησης, με την οποία κάποιος συγχωρεί κπ. άλλο για ένα παράπτωμα που διέπραξε και αίρει τις νομικές συνέπειες.

[λόγ. < αρχ. συγγνώμη `επιείκεια, συχώρεση΄ & σημδ. γαλλ. pardon· απλοπ. του συμφ. συμπλ. [ŋγn > γn] για διευκόλυν ση της άρθρ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες