Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στυλό
2 εγγραφές [1 - 2]
στυλοβάτης ο [stilovátis] Ο10 θηλ. (στη σημ. 2) στυλοβάτρια [stilovátria] & στυλοβάτισσα [stilovátisa] Ο27 : 1.η βάση στύλου, το υπόβαθρο. || (αρχαιολ.) το ανώτερο τμήμα της κρηπίδας αρχαίου ναού, που πάνω του στηρίζονταν οι κίονες. 2. (μτφ.) ο θεμελιωτής, ο κύριος υποστηρικτής: ~ του καθεστώτος / της δημοκρατίας. Ο πατέρας / η μητέρα είναι ο ~ της οικογένειας.

[λόγ.: 1: αρχ. στυλοβάτης· 2: σημδ. γαλλ. soutien· λόγ. στυλοβά(της) -τρια· λόγ. στυλοβάτ(ης) -ισσα]

στύλος ο [stílos] Ο18 : 1.επίμηκες αντικείμενο κυρίως κυλινδρικού ή ορθογώνιου σχήματος, που τοποθετείται καθέτως και χρησιμοποιείται για να στηρίζεται ή για να στερεώνεται επάνω του κτ.· (πρβ. κολόνα, κίονας): Ξύλινος / μεταλλικός / τηλεγραφικός ~. Οι στύλοι της ΔΕH / του ΟTΕ. H τέντα του τσίρκου στηριζόταν σ΄ έναν κεντρικό στύλο. Οι στύλοι (εσφαλμένα στήλες) του Ολυμπίου Διός στην Aθήνα. 2. (μτφ.) α. αυτός που αποτελεί βασικό ή σταθερό στήριγμα: Ο πατέρας και η μητέρα είναι οι στύλοι του σπιτιού / της οικογένειας. ~ της Ορθοδοξίας / της Εκκλησίας. Στύλοι του έθνους. β. (επιστ.) β1. (βοτ.) τμήμα του υπέρου του άνθους. β2. (ανατ.) ονομασία διάφορων ανατομικών σχηματισμών.

[αρχ. στῦλος (2β: λόγ. < γαλλ. styl(e) -ος < λατ. stilus `μακρόστενο μυτερό αντικείμενο΄, δες στο στιλογράφος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες