Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στρεψόδικος -η -ο [strepsóδikos] Ε5 : που χρησιμοποιεί ψευδή ή σοφιστικά λόγια, επιχειρήματα με σκοπό να παραπλανήσει, να διαστρέψει την αλήθεια: ~ συνομιλητής. || ψευδής, παραπλανητικός: Στρεψόδικα επιχειρήματα.
[λόγ. στρεψοδικ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]