Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στρεψόδικος -η -ο
1 εγγραφή
στρεψόδικος -η -ο [strepsóδikos] Ε5 : που χρησιμοποιεί ψευδή ή σοφιστικά λόγια, επιχειρήματα με σκοπό να παραπλανήσει, να διαστρέψει την αλήθεια: ~ συνομιλητής. || ψευδής, παραπλανητικός: Στρεψόδικα επιχειρήματα.

[λόγ. στρεψοδικ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες