Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
23 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στιλ το [stíl] Ο (άκλ.) : 1α. ύφος1. β. τεχνοτροπία, ρυθμός: Έπιπλα ~ Λουδοβίκου IΔ' / αναγεννησιακού ~. ~ μπαρόκ / ροκοκό. Σπίτια σε νεοκλασικό ~. || Έπιπλα ~, κατασκευασμένα από σύγχρονους τεχνίτες σε σχέδια παλαιότερων, κλασικών ρυθμών. γ. η ιδιαίτερη μορφή, το σχέδιο που δίνει ένας δημιουργός σε ρούχα ή σε άλλα είδη καθημερινής χρήσης: Φούστα / παπούτσια σε μοντέρνο ~. Έπιπλα σε χωριάτικο ~. 2. (προφ.) ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο συμπεριφέρεται, κινείται ή ντύνεται ένα άτομο ή μια κατηγορία ανθρώπων: Έχει ένα προσωπικό / νεανικό ~. Άλλαξε ~ στο ντύσιμο. Δε μου αρέσει το ~ των ανθρώπων που κυκλοφορούν στα νυχτερινά κέντρα. Aυτή η γυναίκα έχει ~, ωραίο στιλ. || γενικά, ο τρόπος ενέργειας: Πρέπει να αλλάξουμε ~ δουλειάς / στη δουλειά μας. (έκφρ.) στο έτσι ~: α. έτσι, με αυτόν τον τρόπο. β. αδιάφορα, χωρίς λόγο, φιγουρατζίδικα. 3. η ιδιαίτερη τεχνική που ακολουθεί ένας αθλητής: ~ Φόσμπερυ, ιδιαίτερη τεχνική στο άλμα εις ύψος.
στιλάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 2. [λόγ. < γαλλ. style < λατ. stilus `μακρόστενο μυτερό αντικείμενο΄ (η γαλλ. γραφή με -y- από επίδρ. του αρχ. στῦλος)]
- στιλάκι το [stiláki] Ο44α : (προφ., ειρ.) για άτομο: 1. με ιδιαίτερα περιποιημένη και εξεζητημένη εμφάνιση. 2. πολύ λεπτό και κομψό: Έγινες (πολύ) ~.
[στιλ -άκι]
- στιλάτος -η -ο [stilátos] Ε3 : που έχει στιλ.
[στιλ -άτος]
- στίλβη η [stílvi] Ο30 : (μετεωρ.) φαινόμενο κατά το οποίο παρουσιάζεται μια συνεχής και γρήγορη μεταβολή στη λαμπρότητα και στο χρώμα των αστέρων, ένα τρεμοφέγγισμα· (πρβ. μαρμαρυγή1).
[λόγ. < αρχ. στίλβη `λάμπα΄, κατά τη σημ. του στίλβω (δες στίλβων), σημδ. γαλλ. scintillation]
- στίλβωμα το [stílvoma] Ο49 : η ενέργεια του στιλβώνω, επίστρωση βερνικιού ή βαφής στην επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου κτλ.· λουστράρισμα, γυάλισμα.
[λόγ. στιλβω- (δες στιλβώνω) -μα (πρβ. ελνστ. στίλβωμα `καλλυντικό΄)]
- στίλβων -ουσα -ον [stílvon] Ε12 : (λόγ.) που γυαλίζει, που λάμπει: H στίλβουσα επιφάνεια του μαρμάρου / του χρυσού.
[λόγ. < αρχ. στίλβων μεε. του στίλβω `λάμπω΄]
- στιλβώνω [stilvóno] -ομαι Ρ1 : επιστρώνω μια λεία επιφάνεια ξύλου, δέρματος, μετάλλου ή μαρμάρου με βερνίκι ή με βαφή για να γίνει γυαλιστερό· λουστράρω, γυαλίζω2.
[λόγ. < ελνστ. στιλβ(ῶ) -ώνω (σύγκρ. μσν. στιλβώνω)]
- στίλβωση η [stílvosi] Ο33 : η ενέργεια του στιλβώνω· στίλβωμα.
[λόγ. < ελνστ. στίλβω(σις) -ση]
- στιλβωτήριο το [stilvotírio] Ο40 : κατάστημα όπου γυαλίζουν ή βάφουν παπούτσια.
[λόγ. στιλβω(τής) -τήριον]
- στιλβωτής ο [stilvotís] Ο7 : αυτός που στιλβώνει και ειδικότερα αυτός που γυαλίζει παπούτσια, ο λούστρος.
[λόγ. < ελνστ. ή μσν. στιλβωτής `που γυαλίζει αντικείμενα΄ < στιλβω- (δες στιλβώνω) -τής]